- ὀρυγάνει
- ὀρυγάνει· ἐρεύγεται, Hsch. (post ὀρτός); cf.A
ὁρμαίνω 11.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁρμαίνω 11.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορυγάνει — ὀρυγάνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρεύγεται» … Dictionary of Greek